ταυρόκολλον

ταυρόκολλον
τὸ, ΜΑ
ταυρόκολλα*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυρόκολλα, με αλλαγή γένους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… …   Dictionary of Greek

  • ταυρόκολλα — glue made from bulls hides fem nom/voc sg ταυρόκολλον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”